-
1 быстрый
επ., βρ: быстр, быстра, быстро1. ταχύς, γοργός, γρήγορος•быстрый бег γρήγορο τρέξιμο•
-ое вращение η ταχεία περιστροφή•
ответ γρήγορη απάντηση•
быстрый на выдумку ευφυολόγος, που εύκολα επινοεί.
2. ευκίνητος, εύστροφος, αλέστος. -
2 ответ
η απάντησηη ανταπόκριση, η απόκρισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ответ
-
3 сбыт
эк. η πώλησ/η, η διάθεση των προϊόντωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сбыт
-
4 беглый
бе́гл||ыйприл1. (убежавший) δραπέτης, φυγάς;2. (быстрый, легкий) ταχύς, γοργός, εὐχερής:\беглыйое чтение ἡ εὐχέρεια στό διάβασμα;3. (поверхностный) βιαστικός, πρόχειρος, σύντομος:\беглыйое замечание ἡ σύντομη παρατήρηση; \беглыйый взгляд ἡ γρήγορη ματιά; ◊ \беглыйый огонь воен. τό πυκνό πῦρ. -
5 мнмолетный
мнмолетн||ыйприл1. διαβατάρικος·2. (быстрый, беглый, непрочный) πρόσκαιρος, ἐ4>ήΐ-ερος, παροδικός:\мнмолетныйый взгляд ἡ γρήγορη ματιά· мелькнула \мнмолетныйая мысль γιά μιά στιγμή μοῦ πέρασε ἀπό τόν νοῦ· \мнмолетныйая радость ἡ ἐφήμερη χαρά.